- ποδόφρενο
- το φρένο, τροχοπέδη που λειτουργεί με το πόδι (αντίθ. χειρόφρενο): Πολλά ποδήλατα δεν έχουν χειρόφρενο, αλλά ποδόφρενο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ποδόφρενο — το, Ν τεχνολ. τύπος πέδης, φρένου που λειτουργεί όταν ένας μοχλός πιέζεται με το πόδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόδι + φρένο] … Dictionary of Greek
αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… … Dictionary of Greek
ποδοπέδη — η, ΝΜ νεοελλ. το ποδόφρενο μσν. πέδη, δεσμά για τα πόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + πέδη «δεσμός» (πρβλ. χειρο πέδη)] … Dictionary of Greek